- προσεπιδαψιλεύομαι
- Αδίνω με γενναιοδωρία κάτι ακόμη σε κάποιον («εἴ σοι δεῑ χρημάτων... ἐγώ σοι τὰ δυνατὰ προσεπιδαψιλεύσομαι», Λιβάν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπιδαψιλεύομαι «χορηγώ πλουσιοπάροχα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπιδαψιλεύσομαι — προσεπιδαψιλεύομαι spend lavishly besides aor subj mp 1st sg (epic) προσεπιδαψιλεύομαι spend lavishly besides fut ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιδαψιλευσάμενος — προσεπιδαψιλεύομαι spend lavishly besides aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιδαψιλεύεσθαι — προσεπιδαψιλεύομαι spend lavishly besides pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιδαψιλεύεται — προσεπιδαψιλεύομαι spend lavishly besides pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιδαψιλεύσασθαι — προσεπιδαψιλεύομαι spend lavishly besides aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιδαψιλεύσω — προσεπιδαψιλεύομαι spend lavishly besides aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιδαψίλευσαι — προσεπιδαψιλεύομαι spend lavishly besides aor imperat mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)